προσιστορώ

προσιστορώ
-έω, Α [ἱστορῶ]
1. διηγούμαι, αφηγούμαι επί πλέον («προσιστορήσαντος δὲ καὶ τὰ περὶ τῆς Θούλης καὶ τῶν τόπων ἐκείνων», Στράβ.)
2. περιλαμβάνω σε μια ιστορία ή διήγηση
3. παρατηρώ, ανακαλύπτω επί πλέον
4. δίνω επί πλέον οδηγίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”